κισμέτι

κισμέτι
το
(λ. αραβ. ή τουρκ.), τύχη, πεπρωμένο, μοίρα: Κανένας δεν μπορεί ν' αποφύγει το κισμέτι του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μοιρόγραφτο — το το γραμμένο από τη μοίρα, το κισμέτι: Το μοιρόγραφτο δεν το ξέρεις ποτέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”